- λεπτότριχος
- λεπτό-τρῐχος, ον,A v. λεπτόθριξ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτότριχος — η, ο και λεπτόθριξ, ο, η (Α λεπτόθριξ, τριχος και λεπτότριχος, ον) αυτός που έχει λεπτές τρίχες («λεπτότριχα... ἔθειραν», Βακχυλ.) … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπτόθριξ — ο, η (Α λεπτόθριξ, τριχος) βλ. λεπτότριχος … Dictionary of Greek